- παντώνιος
- -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) «παντώνια παντοδαπά».[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη τής -οιος (πρβλ. αλλ-ώνιος: άλλος, ετερ-ώνιος: έτερος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… … Dictionary of Greek